ἐγγάστριον

ἐγγάστριον
ἐγγάστριος
in the womb
masc/fem acc sg
ἐγγάστριος
in the womb
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γγάστρι — το (Μ γάστρι) η εγκυμοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. γγάστρι, με σίγηση τού αρκτικού ε < εγγάστριον, ουδ. τού μτγν. επιθ. εγγάστριος* «αυτός που βρίσκεται στη γαστέρα, στην κοιλιά» (πρβλ. γδέρνω < μσν. εγδέρνω, γγαστρώνω < μσν. εγγαστρώνω κ.ά.) κατ… …   Dictionary of Greek

  • εγγάστρι — το (Μ ἐγγάστριον και ἐγγάστριν) γγάστρι …   Dictionary of Greek

  • εγγάστριος — ἐγγάστριος, ον (AM) Ι. αυτός που βρίσκεται μέσα στην κοιλιά μσν. (για γυναίκα) έγκυος II. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐγγάστριον το έμβρυο μσν. η κυοφορία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”